- Ἀρείφατος
- Ἀρείφατοςslain by Aresmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρείφατος — ἀρείφατος κ. ιων. ἀρηΐφατος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, που σκοτώθηκε στον πόλεμο 2. πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + φατος < *φατός < θείνω] … Dictionary of Greek
ἀρείφατος — slain by Ares masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρείφατον — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem acc sg Ἀρείφατος slain by Ares neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρείφατον — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem acc sg ἀρείφατος slain by Ares neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειφάτων — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρειφάτων — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρείφατοι — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρείφατοι — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρειθύσανος — ἀρειθύσανος, ο (Α) ο θύσανος του Αρη (λέξη που αναφέρεται σε γενναίο και δοκιμασμένο πολεμιστή). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + θύσανος (πρβλ. αρείφατος)] … Dictionary of Greek
ἀρηιφάτοισιν — ἀρηϊφάτοισιν , ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)